χαρτοπαίκτης

χαρτοπαίκτης
ο , χαρτοπαίκτηςαίκτρια и χαρτοπαίκτηςαίκτις (-ιδος) η см. χαρτοπαίχτης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαρτοπαίκτης" в других словарях:

  • χαρτοπαίκτης — και χαρτοπαίχτης, ο, θηλ. χαρτοπαίκτρια και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, Ν αυτός που παίζει, συστηματικά, τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα, που κατέχεται από το πάθος τής χαρτοπαιξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίκτης / παίκτρια. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κουμαρτζής — ο [κουμάρι (ΙΙ)] 1. παίχτης τυχερών παιχνιδιών 2. (κατ επέκτ.) ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • τζογαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος 2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης 3. (παροιμ. φρ.) «τού τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαίκτρια — και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, η, Ν βλ. χαρτοπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαικτείο — το, Ν χαρτοπαικτική λέσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαικτεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Ευθ. Γουβέλη] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαικτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτοπαιξία ή στον χαρτοπαίκτη 2. φρ. «χαρτοπαικτική, λέσχη» κατάστημα στο οποίο παίζονται τυχερά, συνήθως, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαικτώ — έω, Ν χαρτοπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαιξία — η, Ν 1. το να παίζει κανείς χαρτιά, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα 2. συνεκδ. το πάθος για το χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • χαρτόμουτρο — το, Ν μανιώδης ή επαγγελματίας χαρτοπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»